Μια παρέα αποφάσισε να πάει για κάμπινγκ σε ένα απομονωμένο δάσος. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, εκτός από τον Μιχάλη, που είχε πάρει μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη αντικουνουπικά σπρέι, φακούς, και τρεις κουβέρτες. "Μιχάλη," τον ρωτάει η Μαρία, "γιατί κουβάλησες όλο το σπίτι μαζί σου; Δεν θα μείνουμε μια νύχτα μόνο;" Και ο Μιχάλης απαντάει σοβαρός: "Μαρία, αν δεν έχεις τηλέφωνο φορτισμένο, αντικουνουπικό και κουβέρτες για κάθε πιθανό σενάριο, τότε δεν είσαι έτοιμη για την άγρια φύση. Και ποιος ξέρει, μπορεί να συναντήσουμε και καμιά αρκούδα!"
Όταν φτάνουν στο δάσος και στήνουν τις σκηνές τους, αρχίζει να σκοτεινιάζει. Ο Γιάννης προτείνει να ανάψουν φωτιά. "Έχουμε σπίρτα ή αναπτήρα;" ρωτάει. Ο Μιχάλης, υπερήφανος, βγάζει έναν αναπτήρα που μοιάζει με μικρό φλογοβόλο. "Δεν σας το είπα ότι είμαι προετοιμασμένος για τα πάντα;"
Ανάβουν τη φωτιά και κάθονται γύρω της. Η Μαρία αρχίζει να διηγείται μια τρομακτική ιστορία για ένα φάντασμα που κυκλοφορεί στο δάσος τις νύχτες. Ο Μιχάλης κοιτάει ανήσυχος γύρω του, τυλιγμένος στις τρεις του κουβέρτες. "Μαρία, αν συνεχίσεις έτσι, θα με κάνεις να κοιμηθώ στο αμάξι. Και το αμάξι είναι μακριά!" λέει, κάνοντας τους όλους να γελάσουν.
Λίγο αργότερα, καθώς όλοι κοιμούνται στις σκηνές τους, ακούγεται ένα θρόισμα. Ο Μιχάλης πετάγεται όρθιος, βάζει το φακό του στο κεφάλι και αρχίζει να ψάχνει για την "αρκούδα". Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας σκαντζόχοιρος μπροστά του, και ο Μιχάλης, με ένα ουρλιαχτό, τρέχει προς τις σκηνές φωνάζοντας: "Ξύπνατε! Η αρκούδα επιτέθηκε! Είναι... μικρή, αλλά επικίνδυνη!"
Η παρέα ξεκαρδίζεται στα γέλια και ο Μιχάλης συνειδητοποιεί πως μάλλον είχε πάρει τα πράγματα λίγο πιο σοβαρά απ’ ό,τι έπρεπε. Από τότε, κάθε φορά που πάνε κάμπινγκ, η Μαρία τον ρωτάει: "Μιχάλη, έφερες το φλογοβόλο για τις αρκούδες;"
Όλοι γελούν, αλλά ο Μιχάλης είναι πάντα προετοιμασμένος... για παν ενδεχόμενο!