Η λέξη κομψευάμενος προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά του, προσπαθώντας να δείχνει πάντα κομψός και καλαίσθητος. Στην ουσία, ο κομψευάμενος είναι εκείνος που δίνει έμφαση στο στυλ και στη μόδα, και συχνά ενδεχομένως να επιδεικνύει υπερβολική φροντίδα στην εξωτερική του εικόνα.
Χαρακτηριστικά του κομψευάμενου
Ένα άτομο που περιγράφεται ως κομψευάμενο δίνει ιδιαίτερη σημασία στα παρακάτω:
- Εμφάνιση: Έχει πάντα καλοσχεδιασμένη εμφάνιση, με προσεκτικά επιλεγμένα ρούχα και αξεσουάρ που συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους.
- Στυλ: Προσπαθεί να ακολουθεί τις τελευταίες τάσεις της μόδας, ενώ ταυτόχρονα προσθέτει προσωπικές πινελιές που αναδεικνύουν τη μοναδικότητά του.
- Συμπεριφορά: Πέρα από την εξωτερική εμφάνιση, ο κομψευάμενος συχνά δίνει προσοχή και στη συμπεριφορά του, προσπαθώντας να δείχνει πάντα ευγενικός και μετρημένος, με ευπρέπεια και φινέτσα.
Παραδείγματα χρήσης της λέξης κομψευάμενος
- Καθημερινή χρήση: «Ο Κώστας είναι κομψευάμενος, γιατί πάντα φροντίζει να είναι καλοντυμένος, με ρούχα που ακολουθούν τις τελευταίες τάσεις της μόδας».
- Λογοτεχνική χρήση: Σε παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα ή ακόμα και στα έργα του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα, ο κομψευάμενος χαρακτηρίζει συχνά άτομα της αστικής τάξης που δίνουν υπερβολική σημασία στην εμφάνιση και τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Συχνά συνώνυμα
- Κομψός
- Καλοντυμένος
- Σικ
- Μοντέρνος